ζεϊμπέκικος

ζεϊμπέκικος
Νησιώτικος χορός, αντικριστός ή ατομικός. Χορεύεται σε ρυθμό 9/8 και άλλες φορές είναι γοργός, ενώ κάποιες άλλες, αργός και βαρύς. Ο μεγαρίτικος ζ., χορεύεται αντικριστά από ζευγάρια γυναικών που κρατούν ένα μεγάλο μαντίλι, με το οποίο συνοδεύουν τις στροφές του χορού και τον μουσικό τονισμό.
* * *
-η, -ο [ζεϊμπέκης]
1. αυτός που μοιάζει ή ανήκει στον ζεϊμπέκη
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ζεϊμπέκικος (ενν. χορός) ή το ζεϊμπέκικο
είδος λαϊκού χορού που προέρχεται από την Τουρκία.
επίρρ...
ζεϊμπέκικα
με ζεϊμπέκικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζεϊμπέκικος — η, ο 1. ό,τι αναφέρεται στο ζεϊμπέκη. 2. το ουδ. ως ουσ., ζεϊμπέκικο είδος χορού: Χόρεψε ζεϊμπέκικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Zeibekiko — Der Zeibekiko (griechisch Ζεϊμπέκικο auch Zeibekikos Ζεϊμπέκικος) ist ein griechischer Volkstanz kleinasiatischen Ursprungs.[1] Der Solotanz beruht auf Improvisation, doch muss der Tänzer in der Lage sein, dem charakteristischen Rhythmus zu… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”